«Οι κομμουνιστικές χώρες θα επενέβαιναν οπουδήποτε εχθρικές προς τον σοσιαλισμό δυνάμεις προσπαθούσαν να αναστρέψουν την εξέλιξη μιας σοσιαλιστικής χώρας». Στη διάρκεια του σκληρού ανταγωνισμού με τη Δύση, το Κρεμλίνο δεν θα ανεχόταν καμία προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης και αυτονόμησης χωρών που ανήκαν στη δική του σφαίρα επιρροής.
ΑΝΟΙΞΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΑΣ: Η ήττα του «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο»
Η Άνοιξη της Πράγας υπήρξε από τα πιο σημαντικά γεγονότα του 1968, μιας χρονιάς - ορόσημο για τον αιώνα που πέρασε. Πρόκειται για την προσπάθεια του Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ και του Κ.Κ. της Τσεχοσλοβακίας προς τη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος ή, κατά άλλους, για την αντεπανάσταση που ήταν ο συνήθης κίνδυνος για τις πρώην σοσιαλιστικές δημοκρατίες.
Πάνω απ’ όλα όμως, ήταν ένα κοινωνικό πείραμα, ένα κρας - τεστ με μεγάλη σημασία για το μέλλον του σοσιαλισμού, καθώς αποτέλεσε ένα παράδειγμα του πώς, δίνοντας στον λαό λίγη παραπάνω ελευθερία, μπορείς να δημιουργήσεις μια έκρηξη συμμετοχής και εκδημοκρατισμού. Αυτή η εξέγερση που έλαβε χώρα στην Τσεχοσλοβακία ήταν ενδεικτική των πιέσεων που είχαν συσσωρευτεί στο κομμουνιστικό μπλοκ και ανησύχησε τους μηχανισμούς εξουσίας του Κρεμλίνου, το οποίο έσπευσε να την καταστείλει.
Τα αίτια
Λίγα χρόνια νωρίτερα, στις αρχές του 1960, η Τσεχοσλοβακία βρέθηκε σε οικονομική κρίση, που με τη σειρά της πυροδότησε και μια κοινωνική. Η σταλινικού τύπου ηγεσία του Κ.Κ. είχε βρεθεί σε αδιέξοδο αδυνατώντας να διαχειριστεί τα τρέχοντα προβλήματα του τόπου, ενώ έδειχνε ανίκανη στα μάτια του λαού αλλά και της πνευματικής ελίτ της χώρας.
Η αρχή έγινε στο Οικονομικό Ινστιτούτο της Ακαδημίας Επιστημών, όπου πολλοί διακεκριμένοι κοινωνικοί επιστήμονες, με πρώτο τον Ότα Σικ, απαίτησαν ουσιαστικές αλλαγές στο οικονομικοκοινωνικό σύστημα. Ο Σικ ήταν τολμηρός στα αιτήματά του: πρότεινε να επιτραπούν ιδιωτικές κοινοπραξίες, να πάψει ο κρατικός καθορισμός των τιμών και να γίνει η οικονομία περισσότερο δυτικού τύπου. Οι απόψεις του ονομάστηκαν Τρίτος Δρόμος, ορολογία που χρησιμοποιήθηκε αργότερα στη χώρα μας και από τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Οι διαφορετικές φωνές που είχαν αρχίσει να ακούγονται στην Τσεχοσλοβακία, έδωσαν τη σκυτάλη στους λογοτέχνες της χώρας, με τον Μίλαν Κούντερα να απαιτεί «να επιστραφεί στη λογοτεχνία η ποιότητα και η αξιοπρέπειά της». Οι συγγραφείς έθεσαν το ζήτημα της αναγνώρισης του Κάφκα, ενώ η «Λογοτεχνική Εφημερίδα» αποτέλεσε το φόρουμ στο οποίο εκδηλώνονταν οι ιδεολογικές διαφορές.
Η εφημερίδα δέχτηκε πιέσεις από το Κ.Κ., αλλά η δυναμική που είχε αναπτυχθεί στους κόλπους της αποδείχτηκε πολύ ισχυρή. Το 1967 προχώρησε σε δριμεία κριτική κατά του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας, με αποτέλεσμα αμέσως μετά να ακολουθήσει ο διωγμός των συντακτών της, με κάποιους από αυτούς να εκφοβίζονται και άλλοι να αντικαθίστανται, ενώ η «Πράβντα» δεν τους θεωρούσε τίποτα περισσότερο από «μια χούφτα αναρχικούς συγγραφείς».
Η φλόγα όμως είχε ανάψει για τα καλά, και τον Οκτώβριο του 1967 εκδηλώθηκαν μεγάλες φοιτητικές διαμαρτυρίες, οι οποίες όμως καταπνίγηκαν εν τη γενέσει τους.
Ο γενικός γραμματέας Αντονίν Νοβότνι βρισκόταν σε δύσκολη θέση καθώς από τη μια τα εσωτερικά προβλήματα πολλαπλασιάζονταν και από την άλλη η Μόσχα του είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν θα τον βοηθούσε σε αυτή τη φάση. Τότε υπήρξε μια αλλαγή που θα σήμαινε πολλά για την εξέλιξη των πραγμάτων: στις 4 Ιανουαρίου 1968 πρώτος γραμματέας αναλαμβάνει ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ.
Η αλλαγή
Ο Ντούμπτσεκ ήταν αποφασισμένος να προωθήσει κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, με ένα πρόγραμμα που ονόμαζε «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο». Όμως εκτός από πρόγραμμα ο «σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο» αποδείχτηκε ότι ήταν και ένα λαϊκό αίτημα, με αποτέλεσμα η εφαρμογή του να απελευθερώσει περισσότερες αντιδράσεις από όσες μπορούσε να απορροφήσει. Η πρόκληση που είχε να αντιμετωπίσει ήταν να ισορροπήσει τις επιθυμίες των διαφόρων κοινωνικών ομάδων, δηλαδή της φιλοσοβιετικής παράταξης, της πνευματικής ελίτ, των εργατών και των φοιτητών.
Τον Φεβρουάριο του 1968 αποφασίζει να άρει εν μέρει τη λογοκρισία στον Τύπο, πράγμα που οδήγησε σε μια αναμενόμενη άνθιση των ΜΜΕ, ενώ στις 23 Μαρτίου εισάγεται η πλήρης ελευθερία έκφρασης στον Τύπο και στις Τέχνες. Ένα δείγμα του αποτελέσματος αυτών των προσπαθειών ήταν το «Μανιφέστο των 2.000 λέξεων», ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1968, υπογεγραμμένο από 70 επιφανείς ανθρώπους της χώρας, όπως καλλιτέχνες, αθλητές και άλλους, που έκαναν σκληρή κριτική στην ανικανότητα και διαφθορά του παλαιού συστήματος και καλούσαν τους πολίτες να πάρουν ενεργά μέρος στα δρώμενα.
Παράλληλα οι συνεχείς εσωκομματικές συζητήσεις οδηγούν στην για πρώτη φορά ψήφιση των μελών της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος με μυστική ψηφοφορία, ενώ αντικαθίστανται στελέχη της σταλινικής περιόδου.
Το «Μανιφέστο» προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, και ιδίως στην Ανατολική Γερμανία που ανησυχούσε μήπως η αποσταθεροποίηση περάσει τα σύνορα και επεκταθεί. Οι εξελίξεις στην Τσεχοσλοβακία ξέφευγαν από την αποσταλινοποίηση που υπήρχε σε όλο το ανατολικό μπλοκ και έπαιρναν μορφή χιονοστιβάδας, παρά τις εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις.
Αποκαταστάθηκαν μέλη του Κόμματος που είχαν διαγραφεί παλαιότερα, σχεδιαζόταν η ελεύθερη διακίνηση πολιτών στο εξωτερικό, ενώ οι τοίχοι στους δρόμους της Πράγας ήταν γεμάτοι με συνθήματα όπως «Δημοκρατία με κάθε κόστος».
Ο Ντούμπτσεκ στις 5 Απριλίου θέτει σε εφαρμογή το Πρόγραμμα Δράσης του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας. Σύμφωνα με το Πρόγραμμα, οι στόχοι της πολιτικής του θα ήταν η ελεύθερη διακίνηση πληροφοριών και ιδεών, η αναδιάρθρωση της οικονομίας με έμφαση στα καταναλωτικά αγαθά και ένας νέος ρόλος για το Κ.Κ. Όμως η κοινωνία είχε ήδη προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα και απαιτούσε ακόμα περισσότερα. Στον Τύπο και στις συζητήσεις ακούγονταν πλέον αντισοβιετικές φωνές και αιτήματα για τη δημιουργία άλλων κομμάτων. Ο Ντούμπτσεκ από την αρχή είχε προσπαθήσει να βρει τη μέση οδό ανάμεσα στους ριζοσπαστικούς και τους συντηρητικούς, αλλά πλέον ήταν δύσκολο να κρατήσει τον λαό πιστό στο Κόμμα. Είχε ελευθερώσει καταπιεσμένες φωνές που δεν θα σιωπούσαν.
Η αντίδραση
Οι απότομες και «επικίνδυνες» αλλαγές του Ντούμπτσεκ προβλημάτισαν το Κρεμλίνο και τους δορυφόρους του, μια και φοβήθηκαν μήπως αποτελέσει παράδειγμα για εκδήλωση παρόμοιων τάσεων και σε άλλες σοσιαλιστικές δημοκρατίες. Στις 23 Μαρτίου του 1968 στη Δρέσδη συνεδρίασαν εκτάκτως οι εκπρόσωποι των ΕΣΣΔ, Βουλγαρίας, Ουγγαρίας, Πολωνίας και Αν. Γερμανίας (οι «πέντε» του Συμφώνου της Βαρσοβίας δηλαδή) σχετικά με το ζήτημα της Τσεχοσλοβακίας.
Εκεί οι σοβιετικοί διατύπωσαν την πρώτη έντονη αντίθεσή τους για τις εξελίξεις στην Τσεχοσλοβακία, ενώ συζητήθηκε και η προοπτική ανατροπής του Ντούμπτσεκ. Τον ίδιο μήνα, έγινε και μια αντίστοιχη συνάντηση στη Σόφια, με τη συμμετοχή της Τσεχοσλοβακίας αυτή τη φορά, στην οποία ο τσέχος ηγέτης προσπάθησε να καθησυχάσει τους εταίρους του υποστηρίζοντας ότι οι μεταρρυθμίσεις ήταν ελεγχόμενες.
Η μυστική συνάντηση της Δρέσδης επαναλήφθηκε δύο φορές στους επόμενους μήνες, με τις πιέσεις προς τον Ντούμπτσεκ να εντείνονται και με τη στρατιωτική επέμβαση να διαφαίνεται ήδη από την άνοιξη. Στις 3 Αυγούστου σε συνάντηση των «πέντε» με τους εκπροσώπους της Τσεχοσλοβακίας εκδόθηκαν ανακοινώσεις που φαινομενικά αποκλιμάκωναν την κρίση, αλλά στο παρασκήνιο οι οπαδοί του παραδοσιακού modus operandi είχαν ήδη συνεννοηθεί με το Κρεμλίνο σχετικά με όσα θα ακολουθούσαν.
Έπειτα από χρόνια, η κυβέρνηση της Ρωσίας δημοσίευσε κείμενο που είχαν στείλει στους σοβιετικούς οι αντίπαλοι των μεταρρυθμίσεων ζητώντας τους να επέμβουν ώστε να αντιμετωπίσουν τον «άμεσο κίνδυνο αντεπανάστασης».
Στις 11 το βράδυ της 21ης Αυγούστου ξεκίνησε η επιχείρηση «Δούναβης». Στρατιωτικές δυνάμεις της Βουλγαρίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της ΕΣΣΔ προελαύνουν στα εδάφη της Τσεχοσλοβακίας, ενώ ταυτόχρονα οι άνδρες και τα άρματα μάχης που προσγειώνονταν στο αεροδρόμιο της Πράγας σύντομα θα αποκτούσαν τον έλεγχο των κομβικών σημείων της χώρας, δίνοντας τέλος στην Άνοιξη της Πράγας.
Ο Ντούμπτσεκ, σε μια προσπάθεια ακόμα και τότε να αθωώσει τους σοβιετικούς, θα πει αργότερα για εκείνη την ημέρα, παρουσιάζοντας το ζήτημα σαν μια εσωτερική αντεπανάσταση: «Την αυγή, μέλη της Κρατικής Ασφάλειας, και επιμένω της δικής μας Κρατικής Ασφάλειας, ήρθαν στο γραφείο μου. Με συνέλαβαν και μου ανήγγειλαν ότι σε δύο ώρες θα αποφασιζόταν τι θα γινόταν με μένα. Το μνημονεύω αυτό, μόνο και μόνο γιατί δεν θέλω να φορτώνουμε όλες τις κατηγορίες στους συμμάχους μας».
Ο μετέπειτα έλληνας πρέσβης στην Πράγα Α.Κ. Αργυρόπουλος περιγράφει τα γεγονότα ως εξής:«Ο αιφνιδιασμός υπήρξε πλήρης. Ο τσεχοσλοβακικός στρατός εις ουδέν σημείον αντέστη. Τριάκοντα τρεις πολίται εφονεύθησαν και τριακόσιοι πεντήκοντα ετραυματίσθησαν. Πρόκειται όμως ουχί περί στρατιωτών, αλλά περί νέων ως επί το πλείστον, οίτινες προέβαλον παθητικήν αντίστασιν, εν τη ελπίδι όπως παρεμποδίσουν την προέλασιν των σοβιετικών μηχανοκινήτων».
Ο αποκαθηλωθείς ηγέτης θα συλληφθεί και θα μεταφερθεί μαζί με άλλους στη Μόσχα, ώστε να «πειστούν» να αλλάξουν θέσεις. Προσθέτει ο Αργυρόπουλος πως «οι ηγέται της φιλελευθέρας παρατάξεως προσεκομίζοντο υπό φρουρών εις τας συνεδριάσεις και μετά το πέρας αυτών ενεκλείοντο έκαστος εις χωριστόν δωμάτιον».Ο Ντούμπτσεκ αναγκάστηκε τελικά να αφήσει την εξουσία, την οποία ανέλαβε τελικά ο «πιστός» της Μόσχας Γκουστάβ Χούζακ.
Η πλειονότητα του λαού αρνήθηκε από την αρχή να αναγνωρίσει τον Χούζακ, εναντιώθηκε στην εξωτερική επέμβαση, και αυτή τη φορά στους τοίχους της Πράγας έβλεπε κανείς συνθήματα όπως «Ξύπνα Λένιν, ο Μπρέζνιεφ τρελάθηκε!». Οργανώθηκε συνέδριο του Κ.Κ. στο οποίο διαδήλωσαν την υποστήριξή τους στον ανατραπέντα ηγέτη, ενώ προσπάθησαν να εμποδίσουν τους εισβολείς με παραπλανητικές ενέργειες, αλλά απέτυχαν λόγω έλλειψης επαρκών μέσων. Η Άνοιξη της Πράγας κράτησε μόλις 8 μήνες και η καταστολή της οδήγησε στον θάνατο 98 τσεχοσλοβάκους και 50 σοβιετικούς στρατιώτες.
Ο επίλογος
Ο επίλογος ήρθε με το Πρωτόκολλο της Μόσχας στις 26 Αυγούστου, όπου επανήλθε η λογοκρισία, εκκαθαρίστηκαν οι μεταρρυθμιστές από το Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας, ενώ τα ξένα στρατεύματα θα παρέμεναν εκεί μέχρι νεωτέρας. Τέλος οι ολομέλειες των Απριλίου - Μαΐου του 1969 κατάργησαν όλες τις «Ανοιξιάτικες» μεταρρυθμίσεις.
Ο ίδιος ο Μπρέζνιεφ δήλωσε ξεκάθαρα όταν όλα είχαν τελειώσει: «Οι κομμουνιστικές χώρες θα επενέβαιναν οπουδήποτε εχθρικές προς τον σοσιαλισμό δυνάμεις προσπαθούσαν να αναστρέψουν την εξέλιξη μιας σοσιαλιστικής χώρας». Στη διάρκεια του σκληρού ανταγωνισμού με τη Δύση, το Κρεμλίνο δεν θα ανεχόταν καμία προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης και αυτονόμησης χωρών που ανήκαν στη δική του σφαίρα επιρροής.
Είναι όμως γεγονός ότι ανάλογα αποτελέσματα προκλήθηκαν δύο δεκαετίες αργότερα όταν ο Γκορμπατσόφ επιχείρησε την Περεστρόικα. Όταν ρώτησαν εκπρόσωπο του Γκορμπατσόφ για τη διαφορά μεταξύ του δικού του πειράματος και του προγράμματος του Ντουμπτσεκ, η απάντηση ήταν: «Δεκαεννέα χρόνια».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου